δίδυμος

δίδυμος
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου.
* * *
-η, -ο (AM δίδυμος, -η, -ον και δίδυμος, -ον)
1. αυτός που γεννήθηκε με έναν τοκετό μαζί με κάποιον άλλο («δίδυμα παιδιά», δίδυμα τέκνα»)
2. (στον πληθ. ως ουσ.) δίδυμοι, -ες, -α (AM δίδυμοι, -αι, -α)
δύο αδέλφια γεννημένα με τον ίδιο τοκετό
3. συμφυής, συνενωμένος με κάποιον άλλο («δίδυμοι καρποί»)
4. (αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δίδυμοι
αστερισμός τού Βόρειου Ημισφαιρίου, ο τρίτος τού ζωδιακού κύκλου
αρχ.-μσν.
οι δίδυμοι
οι όρχεις
αρχ.
φρ.
1. «διδύμαιν χειροῑν» — με τα χέρια και των δύο (Σοφ.)
2. «διδύμα ἅλς» — η δίδυμη θάλασσα, ο Εύξεινος και ο Βόσπορος (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό
προέρχεται από τη λ. δύο + (επίθημα) -μος (πρβλ. αμφί-δυ-μος), ενώ αργότερα ανάλογοι σχηματισμοί όπως ο τ. τρί-δυμος στήριξαν την άποψη ότι το δί-δυμος είναι σύνθετο, με α' συνθετικό το δις.
ΠΑΡ. διδύμιον
αρχ.
διδυμαίος, διδυμάων, διδυμεύω
αρχ.-μσν.
διδυμότης, διδυμωτός
μσν.
διδυμώ
νεοελλ.
διδυμάρι, διδυμία.
ΣΥΝΘ. αρχ. διδυμάνωρ, διδυμογενής, διδυμόζυγος, διδυμόθρους, διδυμόκτυπος, διδυμοτόκος, διδυμόχρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίδυμος — double masc nom sg δίδυμος double masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίδυμος — double masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε στην ίδια γέννα μαζί με άλλον: Δίδυμα αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της …   Dictionary of Greek

  • Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… …   Dictionary of Greek

  • διδύμω — δίδυμος double masc/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/neut gen sg (doric aeolic) δίδυμος double masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμον — δίδυμος double masc acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg δίδυμος double masc/fem acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμων — δίδυμος double fem gen pl δίδυμος double masc/neut gen pl δίδυμος double masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμοιο — δίδυμος double masc/neut gen sg (epic) δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”